γονοφόρος

γονοφόρος
-ο
1. αυτός που φέρει γόνο, σπέρμα
2. το ουδ. ως ουσ. κάθε ένα από τα αναπαραγωγικά άτομα μιας αποικίας Κοιλεντερωτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”